- ἐναποφέρω
- ἐναπο-φέρω, in [voice] Med.,A receive by heredity,
τι τῶν τεκόντων Lib.Decl.43.56
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τι τῶν τεκόντων Lib.Decl.43.56
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποφέρω — ἐναποφέρω (Α) 1. ενεργ. φέρνω μέσα σε κάτι 2. παθ. παίρνω ή έχω κάτι από κληρονομιά … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek